- εἰρωνευτικός
- εἰρων-ευτικός, ή, όν, = foreg., Sch.A.R. 1.486.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειρωνευτικός — ή, ό (Α εἰρωνευτικός, ή, όν) ο ειρωνικός … Dictionary of Greek
ειρωνευτικός — ή, ό επίρρ. ά ειρωνικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρωνευτικαί — εἰρωνευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικοῖς — εἰρωνευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικοί — εἰρωνευτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικήν — εἰρωνευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνευτικῶς — εἰρωνευτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)